- δοσοληψιῶν
- δοσοληψίαgive-and-takefem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διάριον — διάριον, το (AM) 1. καθημερινή καταγραφή δοσοληψιών ή συμβάντων, ημερολόγιο 2. ημερήσια μερίδα τροφής μοναχών … Dictionary of Greek